Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τί θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
Εκστασιασμένη πάντα με γλώσσες και προγόνους. Γαλλικά, ρωσικά, τουρκικά. Και μουσική. Από την Σμύρνη, την Σεβαστούπολη, τον Πειραιά, το Παρίσι. Με ακαταπόνητη φιλομάθεια και αγάπη για την διδασκαλία. Με συμ-μαθητές μέχρι σήμερα.
Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
Σιγανή, με την υπόκρουση μιας αρχαίας κιθάρας.
Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
Του Αρχίλοχου, της Νοσσίδος, του Giacomo da Lentini, του Ροδοκανάκη, του Σολωμού, του Κακναβάτου, της Αξιώτη.
Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας;
Ας πούμε πως με συνοδεύει διακριτικά μέσω των μεταφράσεων. Η κύρια όμως προσφορά της αφορά στην νοητική εμψύχωση.
Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;
Η σχέση είναι, ως επί το πλείστον, αμφίδρομη. Εάν επιμείνω σε μία αττική λήκυθο, λίγο μετά εμφανίζεται το αντίδωρο, ως θαύμα. Άλλοτε πάλι, ο επαναπροσδιορισμός μιας εκδοχής από την μυθολογία, την ιστορία, τις εικαστικές τέχνες με τραβά απ’ το μανίκι, παραδίδοντάς μου, την πρώτη λέξη ή φράση.
Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τί διαφέρει απ’ αυτές των ομοτέχνων σας;
Οι παραλλαγές της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας, βυζαντινής, δημώδους, καθαρεύουσας, εναρμονισμένες με παράτολμους συνδυασμούς. Η μαγεία της έμμετρης φόρμας του Μεσαίωνα, οι αποχρώσεις του δημοτικού τραγουδιού. Το αίνιγμα, για να έχει την δυνατότητα ο κάθε αναγνώστης να αναζητήσει, να μάθει, να σκάψει σαν αρχαιολόγος κάτω από χώμα και το φως.
Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
Μα αλοίμονο, όλοι έχουμε ακούσει να μας απευθύνουν την ερώτηση, κατά την επίσκεψή μας σε γνωστούς και φίλους, σε οικίες και μαιευτήρια: «Σε μένα δεν μοιάζει;». Αυτή η αρχικά ανώδυνη διάκριση, κατευθύνεται απειλητικά, καθ΄ όλη την διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, προς το σχολείο, τον εργασιακό χώρο, τις σχέσεις, τον γάμο. Πόσο ν’ αντέξει μια ψυχή; Πρέπει να παλεύει κανείς αδιάλειπτα να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από τον διπλανό του. Κάθε χώρος, και όχι μόνο η λογοτεχνία, βρίθει τέτοιων περιπτώσεων. Και πραγματικά, γιατί ο ιππόκαμπος να είναι κατώτερος από το δελφίνι; ‘Η το χαμομήλι, αμελητέο, σε σχέση με το νυχτολούλουδο; Είμαστε απλώς διαφορετικοί.
Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
Συνομιλώντας με νέους ανθρώπους. Για να βγει η κούρσα, πρέπει να παραδώσεις την σκυτάλη, εγκαίρως και με σεβασμό προς τον συνεχιστή.
Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;
Σε κάποιο ψηφιδωτό από ένα δάπεδο, στην Πέλλα. Ν’ ακούγονται λύρες και βήματα ευδιάθετων προσκεκλημένων.
Πώς ορίζετε το ποίημα που ‘’αντέχει τον χρόνο;’’
Εκείνο που αποκαλύπτει και ταυτόχρονα κρύβει επιμελώς τις αθέατες πλευρές του.
Τον Αύγουστο του 1990, συνάντησα για πρώτη φορά τον ποιητή Έκτορα Κακναβάτο στο τυπογραφείο Κείμενα, επί της οδού Μαυρομιχάλη. Επιθυμούσε να «δω» τον μάγο Φίλιππο Βλάχο. Εκεί μου υπέγραψε ένα δικό του ποίημα, από τους Εφτά Γλαδίολους του Χάους, για να το δώσω στον Νίκο Καρούζο, που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Υγεία». Και από δευτεροετής φοιτήτρια της Γαλλικής Φιλολογίας, έγινα αυτοστιγμεί, ο θηλυκός Ερμής ενός μοναδικού μηνύματος.