Ξυρόν
Πώς σκόρπισε έτσι το μαντρί μου;
αμνοί εκπνέουνε Αλκμάνα
κι οι σκύλοι που εξέθρεψα
ορμούν να κλείσουνε τις σφίξεις.
Τίποτε δεν τους γυρίζει πίσω
ούτε ο ξυλοπόδαρος θεός
ούτε η ομιλία
απ’ τις πλαγιές προβάλλουν έριφοι
στιχανατόμοι
Επεισόδια στο αγριοτεμάχιο 1
Στον Κάτω Κόσμο σ’ οδηγούνε οι ασπάλακες.
Μάγκες,
ο Ορφέας σαν σε όραμα
στο τρίτο τετραγωνικό με μια κιθάρα δανεισμένη
παρατηρεί τις πέτρες των Μαινάδων
ν’ αντιπαρέρχονται τη μάχη εις τον αιθέρα.
Ο δράκοντας κάτω απ’ την καρυδιά
και οι Σειρήνες μακριά (το κατά δύναμιν)
δεν ξερογλείφονται για το χωράφι αυτό το γωνιαίο.
Ε και; Τότε τον σκούντησε ο σκάλοψ ο τυφλός
κοίτα τί τρύπες σου ’φτιαξα εγώ για να κατέλθεις
Στον Κάτω Κόσμο σ’ οδηγούνε οι ασπάλακες
στον Πάνω Κόσμο σε μοιράζουν οι τυχαίοι
Εθνική αναμετάδοση
του Φώτη
Έτσι ακριβώς ο ποιητής, σαν τον απέναντι νεαρό,
βουτά να πιάσει πρώτος το σταυρό, τη λέξη
Καταμελισμός
Είναι μια κάπως ορεινή αρραβωνιαστικά. Τα πρωινά μαζεύει χώματα απ’ τα δέντρα και τ’ απογεύματα εντάσσεται στα λυπηρά. Λέγεται ότι γύρω απ΄ την καρδιά της είναι τυλιγμένος ένας σπάγγος κάμποσων μέτρων για να κρατά δεμένο το συναίσθημα. Όμως στο πίσω μέρος του αριστερού, γύρω στον δέκατο σπόνδυλο, υπάρχει μια οπή κι αν ψιθυρίσει κανείς τη λέξη Μήτις ξεκινά να βγαίνει η κλωστή αρχίζοντας το στικτό ταξίδι της στον έξω κόσμο.
‒«Μήτις» αναφώνησε ο Βλαδίμηρος μια νύχτα που κοιμότανε η Oρεινή κι αίφνης άρχισε να προβάλλει από το δέρμα η περίτεχνη ταινία. Εννέα ώρες κράτησε η έξοδος για την Eχθρότητα. Μαζί της έβγαιναν αίματα, φλέβες, υγρά, φούγκες και κάποιες διακονίες. Όταν ο λώρος πλησίαζε στο τελευταίο μέτρο του χρησμού, μαύρισε και η επαφή του με το οξυγόνο. Τότε εξύπνησε η κάτοχος του νοήματος. Το μόνο που ποτέ δεν έμαθε κανείς πώς γίνεται ένας τέτοιος μυς να τρέφεται απ’ τον βουερό παλμό ενός μετάλλου.