Η σαρκοφάγος
του Έκτορα Κακναβάτου
Mα περικάρδιος ο άνεμος του ποιητή
βάζει το αλεξίσφαιρο σκουφάκι του
καμώνεται και φεύγει
οι επιθυμίες του σε συνεχή υποτροπή ‒κλείνουν
και λέγονται στη Μακρυνίτσα
αλλά αυτός εκεί‒
βάζει το αλεξίσφαιρο σκουφάκι του
φιλά τον θάνατο στο μέτωπο
Γρύπας ορθός και Σαμαρείτης
Στην κεντρική κρεβατοκάμαρα του πάθους
«Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία
ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Τί έμεινε λοιπόν από την εκδρομή;
Η έκπληξη από το ξύλινο παράθυρο των αισθημάτων
Ο γέλωτας επάνω στη δικέφαλη στοργή
στα σπλάγχνα η ποίηση πλεούμενο Αργώ
και στο καντήλι της ψυχής αντί για λάδι αίμα
Ιστορίες της σταγμοδόχης
Εσύ ησύχασε μητέρα, μας παίζουνε σβηστούς.
Όταν ανάβουμε, τα μάτια θέλουμε της Έπαρσης
ξεφωνητά στην ξιφολόγχη
η αλήθεια μας σερβίρει το νεκρόδειπνο
στην ματαιολογία
από την κρύπτη ξεπηδούν οι διασκεδαστές
κι οι σκιαγράφοι
λέμε στη Μοίρα μην κοιτάς ‒αλλάζουμε
φοράμε τον χιτώνα των χαμών και των συναισθημάτων
πέρα στ’ αόρατο νησί μάς ξενυχτά το όνειρο μονάχο
με τ’ οστεοφυλάκιο επάνω στα νερά και πάμε
Εικοστός αιώνας
Λογοτεχνία είναι το αναχαιτιστικό που απογειώνεται.
Καθώς ελέγχουμε την ψίχα του με το φωτόμετρο
του γράφειν
να και οι επιβάτες υμνητές, έλλειμμα από καλντέρα
καθώς δεν θέλουν άρχοντες να τους παραβιάζουνε τον
ουρανό
γύρω στις δεκατρείς χιλιάδες πόδια –τί δροσιά
δίχως αεροσυνοδούς και πύργους που ελέγχουν
μα κάποιο ρίγος που το είπαν χρονοπειρατεία,
ώστε λογοτεχνία είναι το αναχαιτιστικό
εκείνο που δεν προσγειώνεται