Εύφλεκτο στοχαστικό
Τους αρχηγούς σταθμούς
πολλοί αναρωτήθηκαν για να τους περπατήσουν.
Τα οσφραντικά των ρόδων
ερασιτεχνικά παγκάκια των λεπρών
οργισμένες στέρνες κατασκότεινες
δηλαδή παραδαρμοί.
Σ’ αγάπησα για να μισήσω τις μικρές θεές σου
τους παγοκρύσταλλους του ύπνου,
τα άλογα του μυλωνά
που χρωματίζουν τα λιβάδια.
Κατεβάστε τα μπαλκόνια
ανυψώστε τον άνθρωπο.
Ο μέσα κόλπος είναι πεισιθάνατος.
Για πολλαπλές χρήσεις
«…φτύσε το θάνατο κυριακάτικα»
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Γλυκός αήρ που θα ‘λεγε κι ο πρόγονος
να ξεσκεπάζει ύπερους,
φθαρμένα ξόανα,
μικρά και κατεχόμενα από ελπίδα.
Τότε που ανέβαινε στη πόλη
πιάνοντας σύννεφα καλλωπιστικά
στην κάθε χάση του φθινόπωρου,
σημαίες τον ακολουθούσαν
σπίτια που δεν κατοίκησε ποτέ
ασύνειδες χαρακιές στις λεοντές του σκότους.
Κι η κάθε ανάμνηση
σαν σκαραβαίος εφιάλτης επλησίαζε
έψαχνε τ’ όνομα Στέργιος στα λεξικά
αράδες αποφθέγματα, τραχύτητες
εφέτος το χειμώνα
θα σε αφήσω να περάσεις τα σπαθιά μου και
πορώδες φυσερό το σούρουπο.
Γυμνό το χέρι στη φρουτιέρα
Η ρόγα κύλησε και άνοιξε στη μέση
Κι ο Σούμαν να ακούει διαρκώς τη νότα λά.
Υπερσιβηρικός
Στο κάθισμα απέναντι δοσμένος
Με μία ιδιόκτητη ταχεία πηγαινοερχόταν
καρούλι γλαύκωμα στο Υπερπέραν.
Και έφτιαχνε με τον καπνό του δαχτυλίδια
για να περνά ο έρως
υψιπέτης και υψιπετής.
Όταν μου λείπεις, αεικίνητο άλγος
Στο νεκροταφείο του Ζωγράφου
αργούν να φτάσουν ως τη σήψη οι νεκροί:
οι αιμοδότες των κυπαρισσιών
που δείχνουνε στον ουρανό
φλέβες εξογκωμένες από έλεος.
Δίπλα το κίνημα των φοιτητών
μία αφύπνιση ως τ’ απογεύματα του θέρους
να ξεσηκώνει τις υπάρξεις πια λαλίστατες
που σμιλεύουν με τα μέτωπα
το σκότος και την παύση του επίγειου.
Περίεργα πράγματα,
στην καταβύθιση αδιακόρευτα.
Κι ένας Χριστός στο βάθος
με την αλήθεια επ’ αόριστον να μάχεται:
«‒Σήκω ρε Λάζαρε
γύπα της άνοιξης, κλητέ παλιόφιλε!»
και η βροχή να πέφτει ρυθμικά
απ’ το φεγγάρι της Ανάστασης να πέφτει.