Μεταξύ φιλοσοφίας και γλώσσας:
Εθνοφιλοσοφική προσέγγιση του Paul Celan από τον Jacques Derrida
Της Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου
«Ορφανά κείμενα» και «δοκιμές αποκρυπτογράφησης»
Η διάλεξη που εκφωνήθηκε εις μνήμην του Hans Georg Gadamer στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, στις 5 Φεβρουαρίου 2003 από τον Jacques Derrida, (όπως και εκείνη της Αθήνας, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, στις 9 Μαρτίου 1995 αλλά και της Ιερουσαλήμ, στις 25 Μαϊου 2003)1, αποτελεί δειγματολόγιο και συνονθύλευμα διαλόγων επάνω σε κείμενα φιλοσοφικά και ανθρωπο-θρησκευτικά.
Ο Hans Georg Gadamer, προτού συναντηθεί με τον Heidegger, ειδικεύτηκε στη μελέτη της πλατωνικής σκέψης και μάλιστα των αναλυτικών διαδικασιών της. Αυτό το αναφέρω εδώ προκειμένου να τονίσω την άποψή του όσον αφορά την ερμηνεία κάποιων σημαντικών αποσπασμάτων του πλατωνικού Φαίδρου και κατ’ επέκταση να κατανοηθεί η στάση του Υποκειμένου απέναντι στα ποιήματα του Paul Celan τα οποία θεωρούσε ως «δοκιμές αποκρυπτογράφησης μιας μη αναγνώσιμης γραφής».2 Κατά τον Gadamer, η φαινομενικά θετική αρχή της ερμηνείας καθορίζεται διαμέσου της ερώτησης που έχει τεθεί. Η διαλεκτική της ερώτησης και της απάντησης έχει προβλέψει ήδη (zurvorgekommen) και προεξοφλήσει τη διαλεκτική της ερμηνείας. Είναι αυτό που καθορίζει την κατανόηση ως γεγονός (Geschehen)3. Η διαλεκτική της ερώτησης και της απάντησης, ως γεγονός, διαφαίνονται έντονα στον τελευταίο στίχο του ποιήματος Grosse Glühende Wölbung της ποιητικής συλλογής «Atemwende» του Paul Celan η οποία απασχολεί και τον Derrida.
Στη διάλεξη του στη Χαϊδελβέργη ο Derrida αναφέρεται στον Φαίδρο του Πλάτωνα προκειμένου να προβάλει την αξία του διαλόγου σε σχέση με την αξία της γραφής και της πολυπλοκότητά της. Στο πλατωνικό κείμενο ο ημίθεος Θευθ είναι ο πρώτος που ανακάλυψε την επιστήμη του αριθμού και του λογισμού, τη γεωμετρία, την αστρονομία και τους χαρακτήρες της γραφής: «Τούτο δε, ω βασιλευ, το μάθημα έφη ο Θευθ, σοφωτέρους αιγυπτίους και μνημονικότερους παρέξει, μνήμης τε γαρ και σοφίας φάρμακον ευρέθη».4
Στο «Πλάτωνος Φαρμακεία» ο Derrida παρουσιάζει επιμελώς την αναγκαιότητα αυτού του φαρμάκου, της γραφής δηλαδή.
«Το φάρμακο προσφέρεται εδώ στον βασιλιά-πατέρα (‘Αμμωνα) και αυτός το αμφισβητεί. Ο πατέρας υποπτεύεται και επιτηρεί τη γραφή.»5 Και συνεχίζει «το καθεστώς αυτού του ορφανού (του γραπτού κειμένου) που κανείς δεν αναλαμβάνει τη φροντίδα του, επικαλύπτει το καθεστώς ενός γράφειν το οποίο, επειδή δεν είναι τέκνο κανενός τη στριγμή ακριβώς που προβαίνει στην εγγραφή, μόλις και παραμένει τέκνο και δεν αναγνωρίζει πλέον την καταγωγή του: με τη σημασία του δικαίου και της οφειλής. Σε αντίθεση με τη γραφή, ο ζωντανός λόγος είναι ζωντανός επειδή έχει έναν ζωντανό πατέρα (ενώ το ορφανό είναι μισοπεθαμένο), έναν πατέρα παρόντα που στέκει όρθιος στο πλευρό του, πίσω του και μέσα του, που τον υποστηρίζει με την ορθότητά του, που συμπαρίσταται στο τέκνο του αυτοπροσώπως και εξ ονόματός του».6
Η σπερματική γραφή, που εκφωνήθηκε τόσες φορές από τον Jacques Derrida, επανέρχεται για άλλη μια φορά στο Béliers (Κριοί), το ανά χείρας δηλαδή ελεγείο του για την ανθρώπινη (γενικά) και την εβραϊκή (ειδικά) διασπορά. Από την άλλη, το ρήμα tragen (φέρω) για το οποίο γίνεται λόγος, θυμίζει, πέραν της σχέσης του Derrida με τον Gadamer, τη σχέση του προφήτη Ηλιού και του μαθητή του Ελισαίου και ειδικότερα τη στιγμή της αναληψής του στους ουρανούς. Ο προφητικός μανδύας περνά στον Ελισαίο. Τι συμβαίνει όμως με τους φιλοσόφους και πώς να κουβαλήσεις έναν νεκρό φιλόσοφο; Πηγαίνοντας παραπέρα το ποιητικό του έργο. Tragen.7
Η ποιητική γραφή του Paul Celan. Εναλλαγές σιωπής και πέτρας
Είναι αναμφισβήτητο πως οι λεκτικές υφάνσεις στα ποιήματα του Paul Celan δημιουργούν σκοπέλους τόσο στην ανάγνωση όσο και στην ερμηνεία. Οπως αποφαίνεται ο Derrida στο τρίτο μέρος της διάλεξής του, οι συνδέσεις μεταξύ των στίχων, αν αποκλειστούν από κάποιους άλλους παράγοντες (προσωπικούς, πολιτισμικούς, εθνοφιλοσοφικούς) δεν θα μπορέσουν να αποκατασταθούν με βεβαιότητα, εφόσον έχουν χαρακτήρα διαλογικό. Για παράδειγμα, παραθέτει τους στίχους του ποιήματος Wo-/gegen/rent er nicht an? Κι ενώ έχουμε να κάνουμε με τη σκοτεινή πλευρά μιας ρητορικής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως δεν πρόκειται για εντυπωσιασμούς και εξεζητημένους «τροπισμούς». Ο Paul Celan έζησε σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, έχασε αγαπημένα πρόσωπα και είδε τον λαό του να αφανίζεται. Λέξεις όπως Stein (πέτρα), Atem (πνοή), Stirn (μέτωπο), Asche (στάχτη), Schweigen (σιωπή),8 επανέρχονται επίμονα στο ποιητικό του έργο και ανακυκλώνουν τη «στάχτη».
Θυμίζοντας την τεχνική των πέντε επιπέδων του Roland Barthes (S/Z)9 ο Derrida προβαίνει σε μια πολλαπλή ανάγνωση του κειμένου του Celan. Μ’ αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η εισβολή στο ποίημα δίχως να γίνονται παρανοήσεις ευθύς εξαρχής. Εξετάζει τους γραμματικούς χρόνους του ποιήματος, κατόπιν εντοπίζει την στίξη, την εναλλαγή των προσώπων και τη θέση των ερωτήσεων καθώς και όλα τα μορφολογικά και φωνολογικά στοιχεία του ποιήματος. Για να περάσει στη συνέχεια σε μια συντηρητική και όχι βέβαιη προσέγγιση των εννοιών και να μιλήσει για τις μεταφραστικές δυσκολίες του τελευταίου στίχου. (Die Welt ist fort, ich muss dich tragen). Ο Celan κάνει συχνά χρήση της γερμανικής γλώσσας συνθέτοντας δίχως περιορισμούς λέξεις εκ νέου. Αυτό ανήκει στα δημιουργικά γνωρίσματα της γλώσσας του.
Μια θεολογική και εθνοφιλοσοφική ανάγνωση του ποιήματος
Στο τέταρτο μέρος της διάλεξής του, ο Derrida ξεκινά με μια εθνοφιλοσοφική ανάλυση του ποιήματος Grosse Glühende Wölbung προκειμένου να εμβαθύνει και να ερμηνεύσει τον τελευταίο στίχο του ποιήματος που είναι κατά τον Derrida και ο πιο δυσμετάφραστρος.
Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σύμβολο του κριού, ο οποίος αποτελεί ζώο θυσίας, αλλά παράλληλα αναπαριστά και το σύμβολο του ζωδιακού κύκλου· μελετά τη σημασία του shofar (κέρατος), του Schibboleth (στάχυς, σύνθημα, κατά τους Ο’, η προφορά του οποίου στα εβραϊκά λειτούργησε ως αναγνωριστικό σημείο από στρατιωτική φρουρά) και των τελετουργικών ημερομηνιών για να προβεί στην αποκρυπτογράφηση των ενδιαθέτων νοημάτων του Celan, ενώ το ζήτημα των Εβραίων αρχίζει να πρωτοστατεί στη συνέχεια. Κατά τον Derrida είναι αδύνατον να μεταφράσουμε τα ποιήματα του Celan δίχως να λάβουμε υπ’ όψιν μας την παράμετρο του Ολοκαυτώματος. Ιδίως, σύμφωνα με τη διάσημη διατύπωση του Τ. Adorno πως μετά το Auschwitz «είναι αδύνατον να γραφτούν ποιήματα».10
Σε κάποια άλλη διαφορετική περίσταση ο Derrida πήρε την ακόλουθη θέση σχετικά με την ποίηση: «Όλα τα κείμενα είναι διαφορετικά. Πρέπει να προσπαθούμε να μην τα υποβάλλουμε ποτέ στο ίδιο μέτρο. Να μην να διαβάζουμε ποτέ με το ίδιο «μάτι». Κάθε κείμενο επικαλείται, εάν μπορούμε να το πούμε έτσι, ένα διαφορετικό «μάτι». Βεβαίως, σε κάθε μέτρο το κείμενο ανταποκρίνεται και σε μια κωδικοποημένη, προσδιορισμένη προσδοκία, σ’ ένα μάτι και σ’ ένα αυτί που το προσλαμβάνουν και το υπαγορεύουν, κατά κάποιον τρόπο ή το προσανατολίζουν».11
Η συγγένειά του με το ποιητικό κείμενο είναι πασιφανής: o Derrida χρησιμοποιεί ο ίδιος έναν λόγο ποιητικό προκειμένου να ψηλαφίσει τα κείμενα. Όπως άλλωστε αναφέρει και ο ίδιος: «Μου φαίνεται πως ο Hegel δεν έχει λάβει υπ’ όψιν αυτή τη σχέση μεταξύ του φιλοσόφου και του ποιητή. Αυτό οπωσδήποτε το έχει κάνει ο Heidegger και στα κείμενα σχετικά με τον Trakl και σ’ αυτό όπου μιλά για τον Ποιητή [Dichter] και τον Στοχαστή [Denker]. Επιμένει στη διαφορά των δύο, στο γεγονός ότι η ανάγνωση του στοχαστή δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την ποητική ανάγνωση του ποιητή. Μόνο ένας ποιητής μπορεί να μιλήσει για έναν ποιητή».12
O Jacques Derrida, ως φιλόσοφος, ολοκλήρωσε τις ανασκαφές στο γλωσσικό υπέδαφος των Κριών (Béliers) (με την αρωγή πάντα της ερμηνευτικής και της φαινομενολογίας) κάπως συγκρατημένα. Δεν προέβη σε μια τελεσίδικη μετάφραση του ποιήματος του Celan. Η συνεισφορά του έγκειται στο πλήθος των προοπτικών που έθεσε ο ίδιος με σκοπό την πολυσχιδή ανάγνωση και ερμηνεία των ποιητικών κειμένων μέσω της αναζήτησης των μεταφραστών-σκαπανέων και των γραπτών-μνημείων εντός του χωροχρόνου.
«Die Welt ist fort, ich muss dich tragen.» [Απέρχεται ο κόσμος και πρέπει πάνω μου να σε φέρω]. Δύο συλλήψεις, δύο σκηνές. Ηδη στην πρώτη Προς Κορινθίους επιστολή (7 :31) διαβάζουμε: «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Όσον αφορά την ευθύνη που έχει ο άνθρωπος να κουβαλήσει το αγαπημένο του πρόσωπο όταν χάνεται ο κόσμος, η εικόνα του Αινεία είναι αρκετά υποβλητική: η Τροία χάνεται κι εκείνος αναλαμβάνει να μεταφέρει στην πλάτη του τον γηραιό πατέρα του, τον Αγχίση, ο οποίος, κατά τον ομηρικό ύμνο, υπήρξε ο αγαπημένος της θεάς Αφροδίτης.13 Ο Αινείας θα δημιουργήσει τον θεοπρόβλητο λαό της Ρώμης, θέμα που θα συνεχιστεί ώς τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
(Εισαγωγικό σημειώμα από την έκδοση “Jacques Derrida, Beliers, le dialogue ininterrompu, entre deux infinis le poeme”, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 Jacques Derrida, Μαρτυρία και Μετάφραση. Επιβιώνοντας ποιητικά, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1996. [Συνεργάζονται οι Γ. Βέλτσος, Χ. Γ. Λάζος, Α. Μπαλτάς, Β. Μπιτσώρης, μετάφραση-σημειώσεις Β. Μπιτσώρης].
2 Ελένη Νούσια, «Για τη συνομιλία επί του όρους» του Paul Celan, στο περιοδικό Νέα Συντέλεια, Αθήνα 2004, τεύχος 1, σ. 90.
3 «Le commencement apparemment thétique de l’interprétation est en vérité réponse, et comme toute réponse, le sens d’une interprétation se détermine à travers la question qui est posée. La dialectique de la question et de la réponse détermine le comprendre comme un événement», στο βιβλίο του Guy Deniau, Gadamer, Paris 2001, éd. Ellipses, σ. 44.
4 Πλάτωνος, Φαίδρος, 274, e.
5 Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, μτφρ. Χ. Γ. Λάζος, εκδ. Άγρα, σσ. 83-84. La Pharmacie de Platon, éd. du Seuil, Paris 1972.
6 Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, μτφρ. Χ. Γ. Λάζος, εκδ. ‘Αγρα, σ. 86.
7 Βασ. Δ’ 6-15.
8 «Ετσι σιώπησε και η πέτρα, και γαλήνη έγινε επί του όρους όπου πήγαιναν, αυτός κι εκείνος» Η πέτρα, κυρίαρχο στοιχείο στον ποιητικό κόσμο του Celan εμφανίζεται και στα πεζά του κείμενα. Βλ. Ε. Νούσια Νέα Συντέλεια, ό.π., τ. 1, σ. 86) και αναφέρεται στη συνάντηση που είχαν ο Celan (ο μικρός Εβραίος) και ο Theodor Adorno (o μεγάλος Εβραίος) στις Αλπεις. Και εδώ ακόμη ο Celan υπεραμύνεται μιας ποίησης ερμητικής, δηλαδή πολλαπλώς κωδικοποιημένης.
9 S/Z, ed. Seuil, Paris 1976. Υπενθυμίζω εδώ τα πέντε σημεία ανάγνωσης του λογοτεχνικού έργου (le scriptible, le lisible, l’interprétation, le texte pluriel, la connotation) και τις πέντε φωνές (voix de l’Èmpire, voix de la Personne, voix de la Science, voix de la Vérité, voix du Symbole).
10 Theodor Adorno, «Kulturkritik und Gesellschaft» in Gesammelte Schriften 10, 1, Frankfurt, 1977, σ. 30.
11 Παρουσιάστηκε στο Autrement Revue, αρ. 102, «Que pensent les philosophes?» [Τι σκέφτονται οι φιλόσοφοι] των J. Message , J. Roman και E. Tassin, Παρίσι, Νοέμβριος 1988. H εισαγωγή στο κείμενο ήταν η εξής: «Αν ξανασκεφτούμε τα κείμενα που τη διαμόρφωσαν ως παράδοση, η φιλοσοφία αποκαλύπτεται αλληλέγγυα προς μία γραφή. Τί συμβαίνει με τα όρια και την ερμητικότητα του φιλοσοφικού λόγου;» Ο Jacques Derrida έδωσε τέσσερις απαντήσεις.
12 Συζήτηση με τον Jean Daive που δημοσιεύτηκε στο FIG, τεύχος 5, Παρίσι 1991, σ. 32 [η μετάφραση δική μου].
13 Βιργίλιος, Αινειάδα, I-II.
Ηλεκτρονικό περιοδικό (.poema..), τεύχος 5, κατηγορία Δοκίμιο