Εαρινή οστράκωση
Σαν να μεγάλωσε η ελπίδα συμποσίαρχοι
πυρέσσω,
τον Νικηφόρο φέρατε, ει δυνατόν, τον καταχθόνιο.
Λέξεις αφρούρητες καθώς πετούν και λένε έρεβος
είναι η όστρια, εδώ το μέτωπο προσεύχεται απόκρημνο
(αριστερά ξαγρύπνια πουλιά
στα δεξιά και να μας γνέφουνε οι μνήμες ξυλοπόδαρες)
αλλά σιγά σιγά
ακούω σπάνια αγγειοδιαστολή
εσπερινά ξωκλήσια οι επιθυμίες μας
συναθροισμένα πετεινά να θυμιατίζουν τη σιωπή…
Γειά σου μεγάλε καρδιογνώστη Τιμολέοντα
κατέβασέ με τώρα απ’ το Αθώο
Τέμενος εκλανθάνον
‒ Στην Κόλαση ή στον Παράδεισο;
‒ Όποιος ανοίξει γρηγορότερα.
Εις τα παγκάκια καταγράφει τη ζωή.
Εις τα παγκάκια κονσερτίνο για απόρους.
Και η χαρά που νόμιζε πως επανέκαμψε
γυρίζει πίσω σαν τυφλό γλαράκι
μυρίζει, τελευτολογεί, γκρεμίζεται στα βράχια
παρέα με το «α» και το «αν είναι δυνατόν» των περιπατητών
γιατί ενώ μεγάλωνα, μεγάλωνε και η ευθανασία
τ’ αξιοθέατο μαγιόσπερμα των φλοίσβων.
Με την βαριά δεν σπάει το παρελθόν των ποιημάτων
σας το ’λεγα αρχές Φλεβάρη ήτανε δεν ήτανε.
Μια Κυριακή θανάτου κυπαρίσσι
Φίλησε τρυφερά
το μάγουλο που θα ξεσκίσει το σκουλήκι.
Η νύχτα σφύριξε και έκατσε στο χώμα
και τα θαυμαστικά μου θα θυμίζουν
ίδια κατάρτια μελλοθάνατων ιστιοφόρων
αφού δεν ψάλλουν πια τα χερουβείμ μονάχα τρεμοσβήνουν
κοιτούν μέσα στα χέρια τους τα οστά του ποιητή
απ’ αχαιόν γλαυκότερο ελεφαντόδοντο.
Ο Ντοστογιέφσκι στο ύψος της ώχρας
Δίπλα στο μνήμα τ’ ανοιχτό
μια πολυθρόνα κουνιστή ‒ ο έρωτας.
Κι ο θάνατος
κάτω από μια κλαίουσα ιτιά
με μαντηλάκια στάζοντα να χαιρετάει τους ανθρώπους
κι όλο αίματα γιατί
πάντα χαράματα θα τρέχουν τα ποδήλατα στη μνήμη