(ενώπιον των ανισότιμων τιμών του αισθητικού παροξυσμού)
- Σαπφώ: εξομολογητική γραφή με ομηρικές μετατοπίσεις
Είναι απίθανο οι λέσβιοι ποιητές του 6ου και 7ου π.Χ. αιώνα να μπορούσαν να φανταστούν ότι αιώνες μετά από το έργο τους θα εμφανιζόταν ένα παγκόσμιο ρεύμα ενδιαφέροντος γι’ αυτούς και μάλιστα μεταξύ των διανοουμένων ενός ξενόγλωσσου επεκτατισμού, όπως των Λατίνων. Είναι βέβαιο ότι ο Οράτιος γνώριζε τον «αετό» Πίνδαρο· γι’ αυτόν, όπως και για αρκετούς συγχρόνους του όμως, τα μέγιστα διδάγματα προσωπικού λυρισμού προέρχονταν από το ποιητικό έργο της Σαπφούς και του Αλκαίου. Αυτού του δίδυμου τα πρότυπα του πάθους θα επηρεάσουν την μορφολογία και τη γενικότερη ποιητική του Κάτουλλου, των επιγόνων του της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και του αμερικανικού νεοφορμαλισμού. Ας ξεκινήσουμε με τον πρώτο πόλο έλξης και τα ποιητικά πάθη που θέτει σε κίνηση:
φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν’ ὤνηρ, ὅττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὑπακούεικαί γελαίσας ἰμερόεν, τὸ μ’ ἧν μὰν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν˙
ὡς γὰρ ες σ’ ἴδω βρόχε’ ὥς με φώναι-
σ’ οὐδ ἔν ἔτ εἴκει,ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα Fέαγε, λέπτον
δ’ αὔτικα χρῶι πῦρ ὑπαδεδρόμηκεν,
ὀππάτεσσι δ’ οὐδ’ ἔν όρρημμ’ ἐπιρρόμ-
βεισι δ’ ᾄκουαι,καδ δὲ μ’ ἵδρως κακχέεται, τρόμος δὲ
παῖσαν ᾄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
ἔμμι, τεθνάκην δ’ ὀλίγω πιδεύην
φαίνομ’ ἐμ’ αὐτὰἀλλὰ πὰν τόλματον, ἐπεί καὶ πένητα1
Στο συγκεκριμένο επιθαλάμιο η ολέθρια πτώση της ύπαρξης ξεκινά από το βλέμμα. Το βλέμμα είναι αυτό που προκαλεί την σύγχυση και την παράλυση των μελών της Σαπφούς. Ο άνδρας δε, με τον τρόπο που κάθεται και κοιτά το ερωτευμένο πρόσωπο δεν δημιουργεί καθόλου κάποιο αίσθημα ασφάλειας στην ποιήτρια. Το μειδίαμά του είναι μια συγκεκαλυμμένη καταστροφή. Το ποίημα μέσα στην μετρική του αυστηρότητα ξεφεύγει από τον αναμενόμενο έλεγχο των συναισθημάτων και επομένως όλη αυτή η περιγραφή της βαθμιαίας κατάπτωσης οδηγεί στην έξοχη μεταφορά του χόρτου: τέτοια είναι η τρέλα του ερωτευμένου.
- Μεταφράσεις του λυρικού παραληρήματος
Αν και έχουν χαθεί πολλά από τα επιθαλάμια της Σαπφούς, αυτό ειδικά το ποίημα φαίνεται να παρεκκλίνει από την παραδοσιακή φόρμα του λεκτικού της. Καμμία αναφορά σε ύψη και θύρες που πρέπει να αναδομηθούν για να περάσει ο άνδρας, διότι, εδώ, ο άνδρας κάθεται κατακτώντας αβίαστα το αντικείμενο του πόθου του. Το ύψος έγκειται στο ότι είναι ικανός να αναστατώσει τον άλλον, να προκαλέσει τη ζήλεια και να αφανίσει τον αντίζηλό του. Καμμία κίνηση, καμμία θεϊκή σύγκριση που να ελλοχεύει ή να προσθέσει ένα ακόμη ολέθριο χαρακτηριστικό στη γοητεία του.
Πόσα άραγε ποιήματα έχουν γραφτεί, αναφερόμενα στην δύναμη της ακινησίας ως κινητήριας δύναμης των αισθημάτων; Η ποιήτρια είχε επίγνωση αυτής της ιδιάζουσας κατάστασης και είχε κατανοήσει τη δύναμη της ανεξέλεγκτης σωματικής «πτώσης» ήδη στην ποίηση του Ομήρου. Τα πάντα διαδραματίζονται στα εσωτερικά όργανα. Τα αυτιά βουίζουν, η καρδιά υποφέρει, οι φωνητικές χορδές σιωπούν. Ο εξωτερικός διάκοσμος απουσιάζει γιατί δεν μπορεί να δικαιολογήσει όλη αυτήν την ένταση.
Εντούτοις, ως μεταγενέστερη «μεταφράστρια» του Ομήρου, αποφαίνεται και δεινή μεταφράστρια της ποίησής του. Και τούτο διότι στέκεται η ίδια ως μετάφρασμα μεταξύ του άνδρα (συγγραφέας) και του προσώπου (κείμενο). Μάλιστα πρόκειται για ένα μετάφρασμα που πάλλεται από την αγωνία μπροστά στην ανικανότητά του να μεταφράσει με τον τελειότερο τρόπο αυτό που βλέπει μπροστά του. Μετατρέπεται δηλαδή σε ένα παλίμψηστο. Ποιος είναι ο ρόλος αυτού του παπύρου; Η δυνατότητά του να γράψουμε επάνω του άλλα κείμενα από αυτά που αποσβέστηκαν στην αρχή. Σ’ αυτό έγκειται η σπουδαιότητα της γραφής της Σαπφούς, μίας γραφής που υμνεί το παραλήρημα.
Όταν αιώνες αργότερα οι αναμεταφράσεις δεν αρκούν να ικανοποιήσουν και να μεταφέρουν ολόκληρη τη Σαπφώ προς τις άλλες γλώσσες, είμαστε πλέον βέβαιοι πως η πολυσημία ενός προσωπικού ύφους δεν δύναται πάντα να αποδοθεί. Ό,τι έχει καταφέρει να μεταφράσει προτού γίνει πιο χλωρή κι από το χόρτο υπερβαίνει ακόμη και την ίδια την σφοδρή ερωτική επιθυμία.2 Μετέφρασε δηλαδή το κείμενο περιπτύσσοντάς το και κρατώντας το κυριότερό στοιχείο του: τις ανισότιμες και απροσδόκητες τιμές του συναισθήματος.
- Αγησιχόρας ενθύμιο
Παρεμπιπτόντως, τέτοιου τύπου εντάσεις ή συναισθηματικές ακρότητες παρατηρούμε και στην ποίηση του Αλκμάνα, ο οποίος μέσα σε μια Σπάρτη αυστηρή και πάντοτε έτοιμη για πολεμικές αναμετρήσεις κατάφερε να δείξει μέσω του προσωπικού του στίγματος μια ευγένεια και μια παραφορά που ξαφνιάζουν. Τόσο οι υμέναιοι όσο και τα παρθένια φανερώνουν μια εμμονή στο αγαπημένο πρόσωπο η οποία ακούγεται σαν επωδός ακόμη και σε άλλα ποιήματα του Αλκμάνα. Σε έναν από τους πιο γνωστούς του υμέναιους, ο Αλκμάνας πλέκει το εγκώμιο της Αγησιχόρας, της πιο όμορφης και διαλεχτής κοπέλας του χορού:
Ἀλλ’ Ἁγησιχόρα με τηρεῖ
οὐ γὰρ ἁ καλλίσφυρος
Ἁγησιχόρα πάρ αὐτεῖ
Ἀγιδοί δ’ ἴκταρ μένει
θωστήριά τ’ ἅμ’ ἐπαινεί;3
Αξίζει να δούμε από πιο κοντά το χτίσιμο των ουσιαστικών καθώς και την ανοδική πορεία της σαπφικής κατακρήμνισης. Τα καρδίαν, στήθεσιν, γλῶσσα, πῦρ, έχει ήδη δρομολογήσει την σωματική της αδυναμία εμπρός στη θέαση του αγαπημένου. Από τ’ αυτιά και το στόμα μέχρι την καρδιά. Και δεν είναι τυχαίο που επιλέγει αυτήν την περιοχή προκειμένου να ενισχύσει την ταραχή της μέσα σ’ έξι στίχους. Και αυτό το εξομολογητικό ποίημα σφαδάζει κάτω από ρήματα ἐπτόεσαιν, φώναισ’ εἴκει, Fέαγε, ὑπαδεδρόμακεν, ολοκληρώνουν το περίγραμμμα με θλιβερό μελάνι. Διότι στους στίχους που θα ακολουθήσουν τα ουσιαστικά τρόμος, ἵδρως και ποίας προσβάλλουν ανεπιστρεπτί την παραπάνω περιοχή.
Σε σχέση με το ποίημα του Αλκμάνα, ο οποίος με έναν και μόνο στίχο δίνει με καταφανή περιγράμματα το πάθος του για την Αγησιχόρα, η Σαπφώ δεν αρκείται σε μία και μόνη αναφορά. Γι’ αυτήν ο άνθρωπος, μέσω του πάθους του, βιώνει την οδυνηρή εξέλιξη του έρωτά του και τούτο οφείλει να περιγραφεί και να εξηγηθεί. Εξ ου και ο τελευταίος στίχος ο οποίος μας αφήνει μετέωρους με εκείνο το ηχηρό ἀλλὰ. Ο Maurice Thomson στέκεται πολύ στο χλωροτέρα ποίας. Φαίνεται ότι η Σαπφώ χρησιμοποιεί ολόκληρη τη φράση προκειμένου να προκαλέσει μια μεγαλόπρεπη συγκίνηση. Δείχνει πόσο η νεότητα μπορεί να γίνει αυτομάτως θάνατος μέσω του χρώματος του συμβολισμού του χόρτου.4 ‘Οπως άλλωστε και στην Παλαιά Διαθήκη: η φράση «πᾶσα σὰρξ ὡς χόρτος» υπέδειξε διαφορετικά την διαδεδομένη παραληρηματική μεταφορά.5
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1Ίδιος θεός μου φαίνεται αυτός απέναντί σου,
που σε προσέχει όταν εσύ γλυκά του ψιθυρίζεις
κι όταν γελάσεις τρυφερά μα εμένα η καρδιά μου
σκίζεται μες στα στήθια μου: και μόλις σ’ αντικρύζω
πώς χάνω τότε τη φωνή και σβήνει και δεν βγαίνει
κι η γλώσσα μου τσακίζεται και το κορμί μου αμέσως
σιγοπερνάει μια φωτιά, τα μάτια μου θαμπώνουν,
βουίζουνε τ’ αυτάκια μου, ιδρώνω και τρεμούλα
με πιάνει τότε ολόκληρη, πιο πράσινη απ’ το χόρτο
γίνομαι, κι απ’ το θάνατο λίγο μοιάζω ν’ απέχω
μα σ’ όλα πρέπει να τολμώ έτσι φτωχιά που είμαι.
Σωτήρης Κακίσης, Σαπφώ, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988, σ. 11.
2Κατά τη Jacqueline de Romilly «η Σαπφώ δημιούργησε τον λυρισμό με την σημασία που και σήμερα τον εννοούμε και οι λατίνοι ποιητές στα ερωτικά τους ποιήματα είναι όλοι μιμητές της», Jacqueline de Jacqueline de Romilly, Αρχαία ελληνική γραμματολογία, μτφρ. Θεώνη Χριστοπούλου-Μικρογιαννάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988, σ. 61.
3Όμως εμένα η Αγησιχόρα
με λιώνει.
Δεν είναι εδώ η Αγησιχόρα
με τα καλλίγραμα πόδια
δίπλα στην Αιγιδώ,
σκορπώντας τους επαίνους της;
Αρχαίοι Έλληνες λυρικοί, Σιμωνίδης, Αλκμάν, Μίμνερμος, μετάφραση-σχόλια Κώστας Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1997, σ. 69.
4Πέτρου Α´, 1:24, Ησαίας, 40:6-8, : «πᾶσα σὰρξ ὡς χόρτος,
καὶ πᾶσα δόξα αὐτῆς ὡς ἄνθος χόρτου·
ἐξηράνθη ὁ χόρτος
τὸ δὲ ρῆμα κυρίου μένει εἰς τὸν αἰώνα»,
Μάρκ. 6:39: «ἀνακλιθῆναι πάντας συμπόσια ἐπί τῷ χλωρῷ χόρτω».
5«But Sappho uses the whole phrase as an imperious emotion. It tells how the splendour and colour, the vigorous and abounding life of a fresh and joyous youth suddenly give way to a living death of jealousy and despair», [Αλλά η Σαπφώ χρησιμοποιεί ολόκληρη τη φράση ως μια επιτακτική συγκίνηση. Διηγείται τον τρόπο με τον οποίο η μεγαλοπρέπεια και η εικόνα, η δυνατή και γεμάτη ζωή της δροσερής και πρόσχαρης νεότητας ξαφνικά οδηγεί σε έναν ζωντανό θάνατο γεμάτο ζήλεια και απελπισία], Maurice Thomson, The Sapphic Secret, The Atlantic Monthly, devoted to Literature, Science, Art and Politics, v. 437, New York, 1894, p. 365.
Περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 51, Δεκέμβριος 2014, σσ. 91-92