Προσέχω τον νουν
Κάθομαι στη ακτή και κάνω τον Περίττα.
Μόλις προχθές με φώναζες μα πέντε μήνες τώρα
από το χάραμα ‒πικρά‒ γρυλλίζω να γυρίσεις.
Στους βράχους κάθομαι και κάνω τον αρτέμη.
‒Κοιτάξτε στρατηγέ, πρώτη φορά βλέπω πουλάκι
να κάθεται σαν τον φρουρό στην άγονη νησίδα.
Πιάνομαι στον βυθό και κάνω την εξαντλημένη.
‒Ζεις; μ’ αγγίζει η αδελφή του Μεγ-Αλέξανδρου
που θέλει αληθομανείς τις απαντήσεις.
Στο ένα μέτρο σταματώ και κάνω την ποιήτρια.
Αλήτις
Να σιωπήσουν οι αυτόχθονες
της γαίας να μιλήσουν οι ωκεανοί
με τα ναυάγια πηγάδια
Δις κοιμωμένη
«Πόθος σημαίνει συρροή θηλύτητας·
αίφνης σαν προβολείς τα δάχτυλα,
κάτω απ’ τον κέδρο η σχισμή
χύνει θεότητες τ’ αστέρια»
ψέλλισε η αφή ως ο μοναδικός
αυτόπτης μάρτυρας γραμμόφωνο
Η ανάποδη σερενάδα
για τον Λόγο
Σήκω και σύρε τον αγκώνα στο σεντόνι
Εγώ είμαι βασιλιά, σου στήνω σερενάδα
ανάποδη, του οργασμού το θηλυκό κλεφτρόνι
θριάμβου πειρατής που καίει την αρμάδα.
Έλα, δίπλωσε τις περσίδες σου και νιώσε
ελάσσονες τις παρειές, τα δάκρυα συμφωνίες
γόνατα τα ηχεία, στον ουρανίσκο λιώσε
των ασυγκράτητων σπασμών της συγχορδίες
Τί στέκεις μες στο δώμα, δώσε λόγο
Εγώ είμαι βασιλιά, αν θέλεις, χώρισέ με
ή κράτα με (το κουρδιστό πουλί) από τον γυρολόγο
κατά περιοχές μαγεύω, κόψε διαδρομές και όρισέ με
Έλα, άνοιξε τις περσίδες σου και σπάσε
την γλώσσα μαρασμό, την ζόρικη ιστορία
πιάσε το ψέμα ρόδο, μα έπειτα άσε
να πέσει στην γραφή ετούτη η μελωδία