Δύο απόψεις μοσχολίβανο
Αναπνέεις και οι πόροι μου εξαίσια ευδοκιμούν
γυρίζω πίσω επιπόνως
η μάνα μου αρνείται πια να με κλαδέψει.
Με μία λέξη
η γη είναι καντήλι τσίγκινο στο σύμπαν
οι νεκροί ούτως ή άλλως
οι αναθυμιάσεις της.
Ο πλειστηριασμός των άστρων
Φιλί που σου αφαιρεί την μνήμη
ανέκδοτο απόφθεγμα του Ζαρατούστρα,
εφέσεις της πυξιδοθήκης
προτρέπει τ’ άλογα
θεόγυμνα να ποζάρουν κι εκουσίως
με μία αλυσίδα περασμένη στην κοιλιά τους,
πάνινα ξόανα απελπισμένα.
Να συγχρονίζεσαι με την υπόγεια ροή
Χωρίς ραβδοσκοπεία.
Τα χειλεόφωνα
Το χτύπημα παράνομο στο τέμενος
ο διάβολος δεν σπάει το ποδάρι του.
Παντού αντιπαθητικά καράβια
‒σακατεμένες εποχές της αίσθησης
φορτώνουν κίτρα διαλογικά απ’ τη ζωή μου
το σφραγισμένο ηδύποτο κι η στενωπός
που δεν καταπατήθηκαν.
Ελαφρά στηθάγχη απειλεί τα ζωντανά των στάβλων
αυτήκοη η απάτη σου γυρνά
και μηρυκάζει στο νησί
τους δειπνοσοφιστές της πρόχειρης ανίας.
Περνάς σημαντικώς μπροστά από την αγελάδα:
«να το αιώνιο ζώο σακορράφα» σκέφτεται
και ξαναπέφτει στο βουνίσιο χνώτο της.
Να ‘χα ένα στραβό καρφί απ’ τον Εσταυρωμένο
ένα Ικάριο γεμάτο ταξιδεύσαντες
συν ένα θάμπος από ρούφηγμα τσιγάρου ατελείωτου…
Αληθινή δεξιοτέχνις η απελπισία
«Τώρα, τώρα τὰ χείλη μου
δύνανται νὰ φιλήσουν
τοῦ θανάτου τὰ γόνατα
νὰ στέψω τò κρανίον του
δύναμαι τώρα.»
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Η εσωτερική της θέσεως εισπνέω
Ξαφνικά μια τεθλασμένη οιμωγή
σώπασε τα Ζαγόρια
τ’ άγιε μου Γιάννη εις την έρημο που πας
κι ένα μικρό επίγραμμα
στην φωταγωγημένη ακινησία του ονείρου
να αποσπά από τους τελετάρχες τους θεούς
και τα Σμυρναία που αναλήφθηκαν.
Γιατί πώς να το κάνουμε συνάνθρωποι
ο θάνατος πετάει τις παρτίδες ανακούρκουδα
θαυμάζει κι επιμένει στις εξάρες του.