Ελληνική και ξένη ποίηση
Ο ποιητικός της λόγος της Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου («Μα περικάρδιος ο άνεμος του ποιητή», Γαβριηλίδης, σελ. 48) σφύζει από δυνατές σουρεαλιστικές εικόνες, οι οποίες επιδιώκουν να φέρουν στο φως τις μυστικές δυνάμεις της γλώσσας και να εκφράσουν την ουσία του είναι.
Τιτίκα Δημητρούλια, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25.6.2005
Βιβλιοκρισίες
Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου: Μα περικάρδιος ο άνεμος του ποιητή, ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005.
Ο ποιητικός λόγος της Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου είναι πολυδύναμος, προκαλεί καθώς απαιτεί ειδική προσέγγιση, δομείται με βασικό οδηγό τις μουσικές ιδιότητες της γλώσσας. Από το καινούριο της βιβλίο «Μα περικάρδιος ο άνεμος του ποιητή», διάλεξα μερικές περιπτώσεις που πιστεύω πως είναι χαρακτηριστικές του προσωπικού στίγματος της ποιήτριας, και παραθέτω προσθέτοντας και κάποια σύντομα σχόλια.
Για αρχή, οι πρώτοι στίχοι από το «Φαροφυλάκιο ευαισθησίας»:
Παρατηρήστε τους πιανίστες με τα κρύσταλλα
έχουν πλασματοκύτταρα στα χέρια μεταδόσιμα
αποτυφλώνουν άβυσσο, μεσουρανούν και πάνε
στους πληθυσμούς του Λύχνου, της Νέκυιας
με το φανταστικό και το πραγματικό τους πρόσωπο να λάμνει […]
Με την προστακτική «παρατηρήστε», προφανώς απευθυνόμενη στον αναγνώστη, η ποιήτρια εισάγει τον τελευταίο ως θεατή σε ένα προσωπικό παιγνίδι φαντασιακών εικονίσεων· τοποθετεί σαν θεματικό κλειδί τη λέξη «πιανίστες», έχοντας κατά νου την μουσική διάσταση που προκύπτει από την σημασία της και, ως «κοινή συγχορδία», την «δένει» την βάζει να «αλληλεπιδρά» πλάι στα «κρύσταλλα», την σχετίζει με φράσεις που ομολογουμένως εγείρουν την περιέργεια, όπως αυτήν που αποτελεί τον δεύτερο στίχο, με το «αποτυφλώνουν άβυσσο», με τις αναφορές στους «πληθυσμούς του Λύχνου και της Νέκυιας», που με την ηχητική τους κράση εξυπηρετούν ανάλογα το σύνολο. Όλοι αυτοί οι δεσμοί που δημιουργούνται, καταλήγουν σε εναύσματα για εξορμητικές απελευθερώσεις συνειρμών, πράγμα που αποτελεί, στο βάθος, και το ζητούμενο του αποσπάσματος αυτού. Ακολουθεί το ποίημα «Ταριχεύοντας»:
-Τί είναι αυτό που σκάβει
κι αφαιρεί με το νυστέρι του
μυαλά και σιλικόνες έμβρυα
απ’ τα κρανία των κρυπτόφιλων ανθρώπων;
Αυτή η κάπως μακάβρια σαρκαστικότητα δίνεται, για χάρη της αναζήτησης «αυτού που σκάβει», μέσα από μια ερώτηση· ερώτηση της οποίας ο τόνος νιώθω πως έχει την ιδιότητα να μεταδίδει μια σαρδόνια χαμογελαστή περιέργεια, μια περιέργεια αιχμηρά επικίνδυνη. Παρακάτω, το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος «Αντηχείο»:
Στο κοιμητήρι της Μονεμβασιάς
αδυνατούν να φτάσουν ως τη γεροσύνη οι νεκροί.
Ο μαχαλάς τους πανηγύρι ημιχόριο
ο κόσμος του γυναικωτός και περιστρέφεται
ωδείο καθώς έρπεται στα τρίηχα της μνήμης
ή πάλι διψασμένοι για κυνηγητά
γύρω από πεύκα διακονιάρικα κι οι ζωντανοί
να σημαδεύουνε το όνειρο με κουκουνάρια […]
Είναι ένα χυμώδες περιγραφικό μέρος. Και νομίζω πως διαφαίνεται ξανά εκείνο το γκροτέσκο χαμόγελο, πίσω από τους «νεκρούς» που αδυνατούν να γεράσουν και τον «γυναικωτό», «περιστρεφόμενο» κόσμο τους. Ο «μαχαλάς», το «ημιχόριο πανηγύρι», το δεκαπεντασύλλαβο «ωδείο καθώς έρπεται στα τρίηχα της μνήμης», είναι φράσεις μουσικά ικανές, που θέλουν να αποδώσουν τον πολύχρωμο κορεσμό της γιορτής. Με τα «κυνηγητά» των νεκρών «γύρω από πεύκα διακονιάρικα» και τους ζωντανούς «να σημαδεύουνε το όνειρο με κουκουνάρια», η ποιήτρια βρίσκει τρόπο να εμπλέξει το φυσικό τοπίο, στοιχειώνοντάς το, για να το χαρίσει έτσι στις διαθέσεις της φαντασίωσης. Τέλος, το «Σε πλάνο κοντινό» ένας τίτλος που καταλήγει σε κόμμα, για να δηλωθεί η φραστική συνέχεια με τον παρακάτω μοναδικό στίχο:
Γράφω έως φωτός
Διστάζω να δεχτώ αυτό το μικρό σύνολο σαν αυτόνομο ποίημα. Έχω κάνει και αλλού νύξη για την υπερβολική βραχύτητα. Το παραθέτω όμως γιατί μου αρέσει ο ελιγμός με τον οποίο αποκαλύπτεται η αυτοπροσωπογραφία που κρύβει. Ο τίτλος αναλαμβάνει την εστίαση της ματιάς του αναγνώστη, την σκηνοθετεί· ενώ ο μοναχικός στίχος, υπονοώντας σκοτάδι, τοποθετεί επί το έργον και εν όψει, εν αναμονή του «φωτός». Είναι άραγε απλά μια μεσονύκτια σκηνή, ή μήπως η Χ. Αγκυρανοπούλου θα προτιμούσε να αναζητηθεί η φύση αυτού του «φωτός» κάπου βαθύτερα;
Κώστας Παράσχας, περιοδικό ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2005