Πού κινείται η λεπτή και μυροφόρα ποίηση της νεαρής ποιήτριας Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου; Η νέα, τέταρτη κατά σειρά συλλογή που μας προσφέρει –Το Αναστάσιμο Μυροπωλείο, Αρμός 1998– δίνει το στίγμα της με ευκρίνεια: κινείται κάτω από τον αστερισμό του Νίκου Καρούζου, σχηματίζοντας γωνία ανοικτή προς τον αστερισμό του Μίλτου Σαχτούρη και τέμνοντας τη νοητή γραμμή που ξεκινάει από τον Φραντς Κάφκα και κατευθύνεται προς τον Πάουλ Τσέλαν.
Η κίνηση όμως, στα ποιήματα της ποιήτριας διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη των προαναφερθέντων ανδρών. Η διαφορά δεν βρίσκεται στο μέγεθος και το βάρος –η ποίηση έτσι κι αλλιώς είναι απροσμέτρητη– αλλά αλλού. Υπάρχει μετάβασις εις άλλον γένος. Άλλο ο Λιούις Κάρολ κι εντελώς άλλο η Αλίκη.
Εάν αναρωτιέστε πόσο διαφορετικά αναλογίζεται τους Προσωκρατικούς ένα κορίτσι διαβάστε τα ποιήματα της Χ.Α. για τον Ηράκλειτο και τον αντίθετό του Ζήνωνα και θυμηθείτε την ρήση του Εμπεδοκλή που κοσμεί ως motto το Αναστάσιμο Μυροπωλείο: «αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιον ἐστι νόημα».
Ο ερχομός του Ηράκλειτου στη βαθυκύανο χώρα
Ο Ηράκλειτος στις πύλες του Παράδεισου
όμοιος σταλακτίτης ο ερανικός
ο φιλοδέσποτος του Σύμπαντος φυλλορροώντας
Ιδού ένας άγιος-επιφώνημα:
‒Τί είναι η αγάπη, σας ρωτώ
‒Κύων στηλίτης αίματα λείχων
κι ο γέροντας των πέρασε στον Ιερό Ναό
να αναρτήσεις στις ιτιές μνημόσυνα τα ποιήματά του
Μικρή θερμοδυναμική καρδιοτομίας
της Εύας Μπέη
Στα θεοβάδιστα πλακόστρωτα της Πλάκας
δυο φιλενάδες περπατούν, δυο ιριδίζουσες του τρόμου
η μια ιππεύει μαύρο άλογο της Αποκάλυψης
η άλλη μητρικά μετεωρίζει τα μελίφθογγα
ράκη κι οι δυο τους του πικρού ονόματος του Νικολάου
και γεύονται το πέτρινο γλυκό στο «Τρίστρατο» που λάμπει
την Κυριακή ετούτη που ανοίγουνε οι θώρακες να μπει το χώμα
κι έπειτα το ξυράφι της φριχτής γιαγιάς που πλησιάζει
με μάτια μαύρα απ’ το αίμα και κουρέλια πιο θεσπέσια κτερίσματα
στο τραπεζάκι αυτό να εύχεται το τυχερό
όπου τα στηθικά νοσήματα ανεικονίζονται
κι η πανδημία απροσπέλαστων απόντων.
Διασαφηνίζοντας
Ακουμπισμένος στην κρυμμένη αθωότητα του κόσμου
ο Ζήνωνας μετρά τους παγοκρύσταλλους και φθέγγεται
διστάζει να δειπνήσει με την Κίνηση
τυλίγει μαύρο νήμα στις αισθήσεις του
με μια καλύπτρα αφηγείται καρτερία
υποβασταζόμενος.
Τώρα τα δίδυμα αποσπάσματα της σκέψης
αντιδοξάζουν τις εκφράσεις των ευκάλυπτων
δεν έρχεται και φέτος στα νερά
ο άρχοντας του πόθου που
επιμελείται με σοφία τους τεφρούς
τις υδροχόες μας, τις παραστάδες
ή το Εόν
έρημη μήτρα χτυπημένη κι αεικίνητη εναγωνίως.
Ο ποιητής Νίκος Καρούζος απέραντα
Αυτόπτης στην ολονυχτία
με έναν θάνατο θαμώνα των πνευμόνων
συγκινημένος λίγο στ’ άκουσμα της αστραπής και της ανάμνησης
ακροβατώντας στους κονίσαλους να βλέπει
ίσως μέσα απ’ τα γυαλάκια του θαμπά
να του γυρίζουν την εικόνα.
Σάββας Μιχαήλ, εφημερίδα ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ, 31.12.1998