Ο ερχομός του Ηράκλειτου στη βαθυκύανο χώρα
Ο Ηράκλειτος στις πύλες του Παράδεισου
όμοιος σταλακτίτης ο ερανικός
ο φιλοδέσποτος του Σύμπαντος φυλλορροώντας
ιδού ένας άγιος-επιφώνημα:
‒ Τί είναι η αγάπη, σας ρωτώ
‒ Κύων στηλίτης αίματα λείχων·
κι ο γέροντας τον πέρασε στον Ιερό Ναό
να αναρτήσει στις ιτιές μνημόσυνα τα ποιήματά του.
Χριστούγεννα
Οι ηλικιωμένοι άντρες στα νοσοκομεία
μονοφυσίτες πόνου και αξίωσης
πειραματόζωα που τα ’κλεισαν σε ιερή θυρίδα
Όταν νυχτώνει που διαβάζουν φωναχτά βίους αγίων
‒ κι αυλακώματα (αυτές οι άφωνες λυχνίες που δεν ήξεραν) ‒
τους είπανε περιττολόγους των σφυγμών
όταν πια σβήνει η γραμμή στα σύνορα της κρεμαστής οθόνης
να τους πυροβολεί εξ επαφής ο Αη-Βασίλης της χαράς
Η απαρέμφατος αγάπη των σωμάτων
Σιωπηλά το αίμα να γδέρνει την κυρία αρτηρία
το πολύ‒πολύ να φτάσει μέχρι τη Φολέγανδρο
τα σεπτεμβριανά κρεσέντι μου τα βαλσαμόδεντρα
τις φοβερές σκιαμαχίες του ανάπαιστου
τα πράσινα καρχηδονικά
Ποιος ανακάλυψε τα υδροχρώματα;
το αίμα λέει στην καρδιοπαθή χαμηλοβλέπω
το πολύ-πολύ να φτάσει μέχρι τη Φολέγανδρο
Εσύ ησύχασε μητέρα, μας παίζουνε σβηστούς.
Το αυτοσχέδιο ταξίδι
της Ευγενίας και του Χριστόδουλου Σέγκου
Νυν απολύεις τους δούλους σου Δέσποτα
με θλίψη θεοδρόμο και με άβυσσο
ούτε οι στίχοι με τις άλικες σφραγίδες
ούτε το φωτεινό καστέλι με τη σιωπηλή βασιλοπούλα
νυν απολύεις ποιητές λογχιζομένους
με έρωτα κρεμάμενο χαρταετό πάνω στα σύρματα
κι αν είπαν την κραυγή τους μυριόστομη
δήλου αυτοίς την ανερχόμενη λευκότητα του κόσμου
να μην
σκουπίζουν τα στυφά τους δάκρυα με το μανίκι
οι ποιητές που βλέπεις να σ’ ακολουθούν
γλάροι πουλιά που ακολουθούν το πλοίο.