Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου
εκδόσεις Αρμός
Ορμώμενος από την νέα ποιητική συλλογή της Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου
-εκδόσεις Αρμός- ανέτρεξα στην μελέτη του Γεωργίου Στ. Καραγιάννη «Ο έρωτας στην ζωή των αρχαίων Ελλήνων» και διάβασα την εξής φράση, την οποία παραθέτω κυρίως λόγω της απλότητας και της καθαρής γεωμετρικής ματιάς της. Λέει λοιπόν: «Ο ‘Ερως, ενώ είναι μια άπειρη πηγή φανερώνεται προς την εκτός απείρου πραγματικότητα ως δημιουργός μορφών. Οντοτήτων με όρια, πλαίσια, πέρατα και σχήματα […] Ο Έρως δηλαδή, είναι η δύναμη η οποία μεταφέρει από το άπειρο στο πέρας, από το άμορφο στο έχον μορφή, από το ακατανόητο στο λογικά νοητό κ.λ.π.»
Αν μη τι άλλο, νομίζω πως η συλλογή της Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου που τιτλοφορείται με το προσωνύμιο «Σκοτία» ‒ιδιότητα που αποδιδόταν στην Κυπρογένηα Αφροδίτη για να επισημανθεί η συσκότιση του ανθρώπινου νου υπό την επήρειά της, η άγνωστη βούληση της παντοδύναμης Θεάς‒ στηρίζεται κατά βάση σε αυτήν την αρχή απόδοσης μορφών, αποτυπώνοντας ένα πλήθος εναλλαγών τους. Από το ξεκίνημα ήδη, η ποιήτρια «μεταμορφώνεται» στον Περίττα, τον σκύλο του Μεγ-Αλέξανδρου, δίνοντας έτσι έμφαση στην διαρκή «ποιητική» επαγρύπνηση, στη ζωτική αφοσίωση και επιμέλεια. Η ομορφιά της αλληγορικής αυτής εικόνας αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο δε από τον «λεπτοκοπημένο» τίτλο του ποιήματος «Προσέχω τον νουν», μία γενική στάση γραφής.
Διατρέχοντας λοιπόν, το βιβλίο προς άγραν περισσότερων «μετασχηματισμών», εντοπίζει κανείς το μικροσκοπικό έντομο που περιπολεί τις καρδιακές βαλβίδες, τους κατ’ Αριστοφάνην σιαμαίους ερωτιδείς στο ποίημα «Παίγνιον», τον Προμηθέα που εδώ ξεριζώνει ο ίδιος το συκώτι του, το κοτσύφι της αυγής, την Ριπή, την πενθούσα γυνή, την Ηχώ, τη Σαπφώ. Ο αναγνώστης, ίσως μπορεί να υποψιαστεί το εύπλαστο τούτο παιχνίδισμα, εάν εξαρχής λάβει υπόψιν τα ουκ ολίγα προσωνύμια ‒πολλές φορές αντικρουόμενα‒ της κυκλοθυμικής Θεάς: «Αμβολογήρα» όταν αναβάλλει το γήρας, «Πάνδημος» και δια το οικουμενικό της πανδημίας ή «Επιλιμένια» ούσα προσαραγμένη στο λιμάνι της ασφάλειας και της προστασίας.
‘Ομως, έχω την αίσθηση πώς, η Αγκυρανοπούλου, δεν στέκεται απλώς στο εφαλτήριο της έμπνευσής της, δεν παραθέτει δηλαδή με ποιητικό τρόπο τα προσωνύμια μιας αλλότριας, βάρβαρης Θεάς, αλλά τα ενδύεται κατάσαρκα και αναπλάθει θαρρετά εαυτόν προκειμένου να αποδώσει με πιο προσωπικό ύφος τους μύθους της. Το βιωματικό στοιχείο της γραφής της, πλεγμένο συχνά με φυσιολατρία και υπερρεαλισμό, ψηλαφίζεται μέσα σε αυτόν τον ανεστραμμένο Καιάδα ‒εικόνα από το ποίημα «Βαρύ περιστατικό»‒ αλλά και στις κατά καιρούς διελεύσεις αγαπημένων νεκρών, με πιο χαρακτηριστικό ίσως το απόσταγμα: «‒Παππού».
Μα αν κάποιος κοινός θνητός δύναται να αλλάζει όψεις με τέτοια πλαστικότητα, γεννάται το ερώτημα: Ποιά είναι στην ουσία η Σκοτία και πού η κατοικία της; Η Θεά γίνεται θεά, είναι μια θεάνθρωπος πιο εύστοχα, η οποία κοιμάται κουλουριασμένη μέσα στο δυνητικό του καθενός μας. ‘Ενας αιρετικός ετερώνυμος μα πάντα ημέτερος εαυτός που φλογίζει και εκκινεί τον σωθικό πολτό μας για καθετί που κατακτάμε.
Πέρα όμως της, ομολογουμένως, εκ φύσεως ανεξάντλητης θεματολογίας, είναι αξιοσημείωτοι οι δύο θεμέλιοι λίθοι πάνω στους οποίους ορθώνεται τεχνικά το βιβλίο: η μετρική σύνταξη και το λεξιλογικό δόκιμο, στοιχεία που νομίζω, αποστασιοποιούνται αρκετά τολμηρά από τις σημερινές ποιητικές τάσεις. Η μουσικός και ποιήτρια Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου παίρνει το ρίσκο να συγκεράσει τις δύο ιδιότητές της –«Μέσα στο πιάνο μου κοιμούνται μια πεταλούδα και μια ύαινα» διαβάζουμε στο ποίημα «Το Μυροκύμβαλον εν έτει 2017»‒ για να αναδείξει μια ευηχία του έμμετρου και του κλασσικού. Δομεί, ως επί το πλείστον, ιαμβικούς ομοιοκατάληκτους στίχους συνθέτοντας μπαλάντες, σονέτα και σερενάδες. Οι αυστηρές αυτές φόρμες, τελικά, μέσα από τον ίδιο τους τον ρυθμό και τη γενναιόδωρη ευγλωττία, απελευθερώνονται με δυναμική καρδιακού παλμού προσδίδοντας έτσι ροή και ένα ορφικό ηχόχρωμα στα κείμενα.
‘Οσον αφορά το λεξιλογικό του στίγμα, ενδεικτικά παραθέτω: Μενεστρέλοι άδοντες, το υπέροχο –κατά τη γνώμη μου‒ παρακλαυσίθυρο, η μνημοτεχνική του στίχου «σε λάκκο ομαδικό έσπρωχνα τη μνήμη καθώς κρατιόσουν στους μηρούς μου», τα θεατρικά προσωπεία «βρίκελοι», οι σκανδαλιστικοί όλισβοι, το ευρηματικό ρηματικό σχήμα απριλίζω –πιθανώς κατά το «ανθίζω»‒ και πολλά άλλα πετράδια που μας επιτρέπουν να οσφραινόμαστε πίσω από τις γρίλιες των στίχων έναν άνθρωπο που κατέχει τη γνώση να φροντίζει τις λέξεις, όπως τα ρόδα της Πιερίας.
Με τη δική μου φαντασία και με τον πίνακα ζωγραφικής του Κώστα Ντιό, που κοσμεί το εξώφυλλο, κλείνω αντίστροφα: Τη δράκεια θα τη δεις να κάθεται στο μπαλκόνι. Αργά τ’ απόγευμα, τυλιγμένη στην αχλύ της σκοτεινής της γοητείας. Θα καπνίζει αρειμανίως –μα πώς αλλιώς;‒ κι ύστερα θα μπει μέσα στο σπίτι να σου φτιάξει έναν καφέ, με κάρδαμο δυναμωτικό στο μπρίκι. Στο βάθος, θ’ ακούγεται από το μαγειριό της, το χρυσαφένιο κουταλάκι να κουδουνίζει στο μπακίρι όσο εκείνη ‒ο λυσιμελής δαίμων‒ θα διαλύει τη ζάχαρη στο κοχλάζον μείγμα. ‘Επειτα, θα βγεί και θα καθίσει ξανά απέναντί σου. Θα σε κοιτάζει, καθρέφτης μές στα μάτια και με ελαφρώς λυγισμένο το κεφάλι, θα σου χαμογελά ως επιλιμένια, περιμένοντας την τελευταία σου γουλιά. Εκεί, στο τέλος, η μάγισσα θα σπάσει τη σιωπή της κι από το μαύρο κατακάθι θα δώσει τον χρησμό.
Νίκος Φιλντίσης, διαδικτυακό περιοδικό diastixo, 8 Ιουνίου 2018
«Σκοτία» η νέα ποιητική συλλογή της Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου
Μία ποιήτρια του καιρού μας είναι η Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου η οποία είναι από τις καλύτερες πνευματικές μονάδες που έζησαν στο Κερατσίνι. ‘Εχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Η τελευταία που έφτασε στα χέρια μας έχει τίτλο «Σκοτία», εκδόσεις Αρμός. Οι υπόλοιπες εκυκλοφόρησαν μεταξύ 1990-2012, η μία είναι καλύτερη από την άλλη και περιέχουν ποιήματα βαθυστόχαστα με στίχους που παραπέμπουν σε προβληματισμούς, σκέψεις φιλοσοφικές και σε αληθινές πραγματικότητες που ο σύγχρονος άνθρωπος άλλοτε προσπαθεί να αποφύγει και άλλοτε είναι αναγκασμένος να παραδεχθεί και να υποταχθεί σε αυτό που σήμερα ζει.
Η Χρυσούλα «βλέπει» μακριά, οραματίζεται και διακρίνει τα γεγονότα του κόσμου τούτου με πολλές διαφορετικές απόψεις και αυτή η ικανότητα την κατατάσσει στους πρώτους αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας μας.
«Οι Σακκάδες»
Μεγάλη είναι η ερμηνεία των στίχων της Αγκυρανοπούλου στο ποιήμά της «Οι Σακκάδες» και οι στίχοι της «ούτε λυρικοί, ούτε ρομαντικοί» φανερώνουν τον ψυχισμό πολλών ανθρώπων που θα ανακαλύψουν τον εαυτό τους ολόκληρο ή και ένα κομμάτι από αυτόν:
Ούτε λυρικοί, ούτε ρομαντικοί
μόνο στην ύβρη και το άδικο ταγμένοι,
σαν τα δοντάκια των παιδιών ακροδεμένοι
πέφτουνε, ιδού πώς μένουν νηστικοί.
Ούτε ρομαντικοί, ούτε λυρικοί,
χρόνια σαπίζει το γερμένο όραμά τους
φεύγουνε γύπες στο χυδαίο πέταγμά τους
μιλάνε, μα δεν είναι εκφραστικοί.
Ούτε λυρικοί, ούτε ρομαντικοί
κάπου στο βάθος περιμένουν τον σαμάνο
να τους αποκαλύψει τον φθαρμένο πορτολάνο
προτού αποδειχθούν συντονισμένα κυνικοί.
Δεν θα μπορούσε –γι΄ αυτό λέμε ότι η Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου είναι ποιήτρια του καιρού μας– το τεράστιο πρόβλημα, το τόσο παγκόσμιο σήμερα, το προσφυγικό, να μην την συγκινήσει. Γι’ αυτό και λέει μεταξύ άλλων η Χρυσούλα στο ποίημά της «Ακόμη γέρνουν άρραφα φιγουρίνια» τα ακόλουθα:
Ακόμη γέρνουν, άρραφα φιγουρίνια
Ρε-σουπιά-δας απόνερα
Εμφορείται η εκδίκηση όταν στεγνή
σαν ξύλο σκοτεινό, οξιάς περβάζι
περιμένει τη βροχή να της ξεπλύνει με ιώδιο τα νώτα.
Με την μεγαλοπρέπεια προσφύγων μεταφυσικών
συνωστισμένων στον αφύσικο λιμένα
περιμένοντας –δίχως νομίσματα– τις λέμβους
φτύνοντας μουγγά ρεμπέτικα στην δύση,
μας μεταπώλησαν οι νεοκορευτές στην αντίπερα
όχθη που φωτίζεις τους νεκρούς
φανάρια οι τσέπες στις ποδιές
μικρό το φετινό κομπόδεμα, μικρό και μιλημένο
Αλαζονεία
Ποίημα πολλών συναισθημάτων και αισθημάτων είναι αυτό που έχει τίτλο «Αλαζονεία» όπου η Χρύσα μας οδηγεί σε καταστάσεις ευχάριστες και απολαυστικές με τους στίχους του ποιήματός της. Ιδού:
Αλαζονεία
Την ελεφάντινη σαν βρήκες καραβέλα
που μέσα της σφάλιζα τα γραμμένα χιλιοστά μου
με την λαγνεία να βοά τα βογγητά μου
στο φεστιβάλ της λαιμητόμου γδύσου κι έλα.
Δεν θα ‘χω πια ηδονική ανάσα
κουστούμι γκρίζο θα κρατώ θεώρησέ το επιμέλεια
αφού με λάβωσες με δολερή ευτέλεια
μέρες γυαλίζω, ξεχασμένη, μια γκραν κάσα.
Θα λάμπω: το άκαυτο κερί της δίκλινης ταφής σου
ο κρότος βιαστής της σύντομης πομπής σου
την γοητεία μαρτυρεί που πάνω μου ασκούσες
όμως απ’ το κλειστό –χρησμός‒ καπάκι μια ρωγμή
ο ανατόμος: δείχνει κληρονόμο την Ποιητική
ως ερωμένη χάρη που στα γόνατα ζητούσες
Στέλιος Τραϊφόρος, εφημερίδα ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ του Πειραιά, Πέμπτη 24 Μαΐου 2018