«Η Πάτμος ξυπνά με την γλώσσα των άστρων που ξανάφερε ο Ιωάννης, χάρη στην ένθετη πέτρα της Ροζέτας της Δήμητρας των γαλαξιών της Λειψώς. Και όλα τα παιδιά θυμούνται πώς χτίζονται τις πυραμίδες. Η Ωγυγία περικλείει τις μνήμες του ήρωα της Οδύσσειας και των έριδων των θεών: χάρη στο ανάθέμα του Ποσειδώνα, η Καλυψώ κάνει τον Οδυσσέα του Ομήρου μια μεγάλη μυθολογική ελληνική αφήγηση. Η Αθηνά επικαλείται ενώπιον του Δία την περίπτωση του προστατευόμενού της, του Οδυσσέα. Ο Ερμής παίρνει θέση και τραβάει τα πλεγμένα πέπλα που φυλακίζουν τους ανθρώπους, τους θεούς και τις νύμφες. Και ο ήρωας μπορεί επιτέλους να φύγει με το πλοίο του. Στην Πάτμο τα πάντα, όπως και οι θεοί, έχουν μία ταυτότητα: ο Δίας προσφέρει το νησί στην Άρτεμη, ενώ οι άνθρωποι χτίζουν ένα ναό για την θεά. Ο Ιωάννης αντιστεκόμενος στους ρωμαίους απενσαρκωμένους θεούς, μιλά με έναν θεό αραμαϊκό και αναγγέλλει την διάδοση μιας ευδαιμονίας που προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους. Ένα μοναστήρι με μία από τις ωραιότερες βιβλιοθήκες του κόσμου θα κατασκευαστεί επάνω στ’ απομεινάρια του ναού της Αρτέμιδος. Ο Ηλίας εγκαθιστά τον εξώστη του στην κορυφή του νησιού για να παρατηρεί καλύτερα το τράβηγμα των πέπλων που χωρίζουν γη και ουρανό. Η Πάτμος έχει την μορφή του φάρου της Αλεξάνδρειας, εκεί όπου είχε καταφύγει ο φύλακας των φωκιών του Ποσειδώνα, αυτού του γέροντα της θάλασσας και προφήτη Πρωτέα. Το νησί Φάρος όπου ο Διόνυσος θα μπορούσε να αγκυροβολήσει μετά από τις περιπλανήσεις του, φάρος εκεχερειών και ολυμπιακών συμφωνιών, τοποθετημένος, από τους θεούς, ως ομφαλός στο μέσο των θαλασσών, έτσι ώστε κανένας Οδυσσέας να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής προς την επιφάνεια. Ο Ιωάννης, κληρονόμος κατά κάποιον τρόπο των ελληνικών μυστηρίων που έχει σκίσει το πέπλο που χωρίζει θεούς και ανθρώπους, θα επιστρέψει στην Έφεσο για να διαδώσει τις ευτυχείς αποκαλύψεις του σε όλους τους ανθρώπους. Εκείνη η Έφεσος, όπου ο Ηράκλειτος των χαϊντεγκερικών, μερικούς αιώνες πριν, θα αναφωνούσε τα αποκαλυπτικά του αναθέματα νοθεύοντας τις λειτουργικές φράσεις για να αναθεματίζει καλύτερα τους ανθρώπους όλων των εποχών και όλων των κόσμων.»
David Farmer, Χάιντεγκερ ο ναζί ή ο δολοφόνος του Οδυσσέα, μτφρ. Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2020.
ΧΟΡΟΣ
Εμείς είμαστε εδώ
μια σειρά από μικρά κορίτσια μαραμένα
Τα μαλλιά μας τα χτενίζουμε
στα σπασμένα παράθυρα των διαδρόμων
Τα νύχια μας τα κόβουμε
στα στόματα λεόντων
Τα τραγούδια μας τα σπέρνουμε
στο μήκος ξεραμένων ποταμών
Με σπασμένα λεωφορεία
μετράμε τις κλειδώσεις των οστών
Με μπλε λεωφορεία
κοιτάμε το σχήμα των συνοικιών
Δρόμοι και σπίτια στην περιφρόνηση ριγμένα.
CHŒUR
Nous sommes ici
une compagnie de petites filles flétries
Nous nous peignons les cheveux
aux fenêtres cassées des couloirs
Nous nous coupons les ongles
aux bouches des lions
Nous semons nos chansons
à la longueur des fleuves à sec
Dans les bus détruits
nous comptons les articulations des os
Dans les bus bleus
nous regardons la forme des quartiers
Maisons et rues jetées dans la méprise.
Γιώργου Χρονά, Εμείς κορίτσια δεκατριώ δεκατεσσάρω χρόνων, μτφρ. προς τα αγγλικά: Ειρήνη Βρης, προς τα γαλλικά: Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, προς τα ιταλικά Τζίνα Καρβουνάκη, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2019.
«Ακούμπησε το χέρι της σ’ αυτό το μυστηριώδες πλάσμα με την τόλμη που αντλούν οι γυναίκες από την ορμητικότητα των επιθυμιών τους, αλλά ένας παγωμένος ιδρώτας βγήκε από τους πόρους της, γιατί μόλις άγγιξε τον γέροντα, άκουσε να βγαίνει μια φωνή παρόμοια με τον ήχο ενός κροτάλου. Αυτή η διαπεραστική φωνή, αν επρόκειτο πράγματι για φωνή, ξέφυγε από ένα κατάξερο σχεδόν λαρύγγι. Την κλαγγή αυτή διαδέχτηκε ένας σπασμωδικός παιδικός βήχας με μια αλλόκοτη χροιά. Στο άκουσμα αυτού του θορύβου, η Μαριανίνα, ο Φίλιπο και η κυρία ντε Λαντύ γύρισαν και μας κοίταξαν και τα βλέμματά τους ήταν σαν αστραπές. Η νεαρή γυναίκα θα ήθελε να βρισκόταν στα βάθη του Σηκουάνα. Με έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε σ’ ένα μπουντουάρ. Άντρες και γυναίκες, όλος ο κόσμος, παραμέρισαν. Όταν φτάσαμε στα βάθη των διαμερισμάτων υποδοχής, μπήκαμε σ’ ένα μικρό ημικυκλικό δωμάτιο. Η σύντροφός μου έπεσε τρέμοντας επάνω σ’ ένα ντιβάνι, χωρίς να ξέρει πού βρισκόταν.»
Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Σαραζίν & Το Άγνωστο Αριστούργημα, μτφρ. Διαπανεπιστημιακού, Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χ. Αγκυρανοπούλου, Γ. Γιαννάτου, Η. Μήτσιου, Μ. Νάσου, Ό. Τσατσάνη, επιμ. Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2007.
«Πρέπει να γράφουμε μόνο γι’ αυτά που αγαπάμε. Η λησμονιά και η σιωπή είναι η τιμωρία που επιβάλλουμε σε ό,τι βρήκαμε κοινό και άσχημο στο πέρασμά μας από τη ζωή. Αναφερόμενος σ’ ένα παρελθόν που μου είναι προσφιλές, μίλησα γι΄ αυτό με συμπάθεια. Δεν θα ήθελα ωστόσο το γεγονός αυτό να προκαλέσει παρεξήγηση και να θεωρηθώ ως μέγας αντιδραστικός. Αγαπώ το παρελθόν αλλά φθονώ και το μέλλον. Θα ήταν μεγάλο πλεονέκτημα να ζήσουμε σ’ αυτόν τον πλανήτη όσο περισσότερο γίνεται. Ο Καρτέσιος θα χαιρόταν πολύ αν μπορούσε να διαβάσει κάποια ασήμαντη πραγματεία φυσικής ή κοσμογραφίας γραμμένη στις μέρες μας. Και ο πιο μέτριος μαθητής γνωρίζει σήμερα τις αλήθειες για τις οποίες ο Αρχιμήδης είχε θυσιάσει τη ζωή του. Και τί δεν θα δίναμε προκειμένου να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά σε κάποιο βιβλίο που θα χρησιμεύσει στα δημοτικά σχολεία σε εκατό χρόνια από τώρα!»
Ernest Renan, Παιδικές και νεανικές αναμνήσεις, μτφρ. Χ. Αγκυρανοπούλου, Γ. Γιαννάτου, Η. Μήτσιου, Μ. Νάσου, ‘Ο. Τσατσάνη, εισαγωγή-επιμέλεια Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, εκδ. Δ. Κοροντζής, Αθήνα 2010.
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2003, ο Jacques Derrida καλείται στο Πανεπιστήμιο της Xαϊδελβέργης εις μνήμην του Hans-George Gadamer. ‘Εχοντας αναπτύξει εν ζωή μια σχέση –σχεδόν φιλία– γεμάτη ιδιαιτερότητες, σχέση γεμάτη διάλογο φιλοσοφικό βασισμένον επάνω στις αρχές της ερμηνευτικής και της φαινομενολογίας, ο Derrida έρχεται να συνεχίσει τον διάλογο αυτόν κατόπιν του θανάτου του Gadamer. Παίρνει ως αφορμή το ποίημα του Γερμανού ποιητή Paul Celan, «Grosse, Glühende Wölbung» [«Mέγας, διάπυρος θόλος»], ποιητή που κινητοποίησε συναισθηματικά και διανοητικά τόσο τον Gadamer όσο και τον Derrida, για να αναπτύξει τον προβληματισμό του σχετικά με το δυνατόν της μεταφραστικής επανάγνωσης ενός κειμένου όπως το τσελανικό ποίημα. O ίδιος ο Derrida χρησιμοποιεί έναν λόγο ποιητικό προκειμένου να ψηλαφήσει το ποίημα. Εστιάζει δε την προσοχή του στον τελευταίο του στίχο («Απέρχεται ο κόσμος και πρέπει πάνω μου να σε φέρω»), προσφέροντάς μας εν τέλει ένα σπαρακτικό κείμενο γύρω από την ευθύνη και το «καθήκον» του ανθρώπου να «κουβαλήσει» τον αγαπημένο του πλησίον, όταν ο κόσμος χάνεται. Ως φιλόσοφος, ο Derrida ολοκληρώνει τις ανασκαφές του στο γλωσσικό υπέδαφος του ποιήματος κάπως συγκρατημένα. Δεν προβαίνει σε μια τελεσίδικη μετάφραση. Η συνεισφορά του έγκειται στο πλήθος των προοπτικών που έθεσε ο ίδιος με σκοπὸ την πολυσχιδή ανάγνωση και ερμηνεία των ποιητικών κειμένων μέσω της αναζήτησης των μεταφραστών-σκαπανέων και των γραπτών μνημείων εντός του χωροχρόνου.
Jacques Derrida, Κριοί. Διάλογος ατέρμων: μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008, μτφρ. Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, επίμετρο Γιώργος Βέλτσος.
Σαντούτσα
Κάθε ιστορία ερωτική
έπειτα γίνεται μια θύρα
αφήγηση μισάνοιχτη διστακτική
πάει να κλείσει
μα πάλι ανοίγει προς σε
μια μοίρα
το γέλιο σου βαλσαμωμένο στέκει
στης ψυχής μου την πλάση
το φέρνει πομπή μεταμφιεσμένων
πάνω σ’ άλογα
γιορτάζουν τα Carnea, στης Σικελίας τα δάση
Άνοιξε πάλι το μέσα φύλλον
έχεις γίνει η φυγή σου
όπως έγινε il coelo, το κοίλον
φόνος η ορμή σου
Η θύρα έχασε τα δάση
εγώ έχασα εσένα
δειπνώ μόνη με τον αγκώνα πάνω στο τραπέζι
και τον κοιτώ
σαν κάπελας ανιαρό πελάτη
Εκάτη,
δώσε μου το χέρι
θα σκοτώσω
έγινε θύρα το κρεβάτι
Santuzza
Cette histoire d’amour
est une porte
une narration bien forte
en hésitant va se fermer
mais en s’ouvrant encore vers toi
oui, toi, ma destinée
Reste embaumé ton sourire
à l’univers de l’âme qui vire
l’emmène une pompe de deguisés
sur des chevaux hominisés
les Carnea alors qu’ils fêtent
dans les bois de Sicile sous la lumière violette
Comme s’ouvre la feuille du dedans
et que tu sembles toujours partant
il coelo et la cavité
le meurtre obscure, l’impétuosité
La porte perd les bois
moi, que j’ai perdu, toi
je dîne seule, le coude sur la table
Je le regarde, comme
le client pénible de l’ancien fable
Hécate
écoute, je vais tuer
donne-moi la main
le lit devint la porte du lendemain
Βαλεντίνη Ποταμιάνου, Εννέα in tono, μτφρ. Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, πρόλογος Γ. Μπακουνάκης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1998
Υδρόχαρος
‘Εχει νυχτώσει
κι όλοι οι πλανήτες έχουν γνώση
πως σε ποθώ
μα εσύ έχεις πτώση
‘Αμπωτη η σύμπτωση
και μέσα στην λέμφο
σέρνει την λέμβο ο βαρκάρης
Σα Χάρος υγρός
ερωτικά θα μ’ ανταμώσει
Κι έπειτα,
της Σελήνης ο μέγιστος κρατήρ,
τον κραταιό μου οίστρο
θα βαλσαμώσει
Hydrocharon
Il fait déjà nuit
et toutes les planètes ont la connaissance
du désir charnel que j’éprouve pour toi
mais la voilà ton impuissance
La coïncidence est une marée basse
tandis que dans la lymphe
Charon manoeuvre son canot
Lui, en amant humide
me rejoindra
Et puis,
le plus grand cratère de la Lune
mon oeustrus puissant
embaumera
Βαλεντίνη Ποταμιάνου, Ποιήματα ωμόφυλα, μτφρ. Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, επίμετρο Κωστής Σιμόπουλος, εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2007